- κουκλάκι
- το1. μικρή κούκλα2. πολύ όμορφο παιδί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουκλί — το [κούκλα] κουκλάκι … Dictionary of Greek
παιχνίδι — Οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, που δεν κατευθύνεται σε ωφελιμιστικούς σκοπούς, θεωρείται παιχνίδι. Με άλλη έννοια ο όρος περιλαμβάνει και το αντικείμενο με το οποίο παίζει κάποιος. Η ιδέα όμως του π. δεν είναι τόσο… … Dictionary of Greek